- ογκαίος
- ὀγκαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -αίη (Α) [Όγκο]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όγκα, δηλαδή στην Αθηνά («Ὀγκαίη πύλη» — μία από τις πύλες τών Θηβών που ονομάστηκε έτσι από τους μυκηθμούς που έβγαζε η Αθηνά, όταν είχε μεταμορφωθεί σε βόδι, Νόνν.)
Dictionary of Greek. 2013.