ογκαίος

ογκαίος
ὀγκαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -αίη (Α) [Όγκο]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όγκα, δηλαδή στην Αθηνά («Ὀγκαίη πύλη» — μία από τις πύλες τών Θηβών που ονομάστηκε έτσι από τους μυκηθμούς που έβγαζε η Αθηνά, όταν είχε μεταμορφωθεί σε βόδι, Νόνν.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Oncaevs — ONCAEVS, i, Gr. Ὀγκαῖος, ου, Antimach. ap. Pausan. Arcad. c. 25. p. 495. ist einerley mit dem vorhergehenden …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Ὀγκαίοιο — Ὀγκαί̱οιο , Ὀγκαῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀγκαίου — Ὀγκαί̱ου , Ὀγκαῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄγκαιον — Ὄγκαῑον , Ὀγκαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”